- Τρωιάς
- ἡ, Αβλ. Τρωάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τρωιάς — Τρωιά̱ς , Τρωιός fem acc pl Τρῳάς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωίας — Τρωίᾱς , Τροία Troy fem acc pl (doric) Τρωίᾱς , Τροία Troy fem gen sg (attic doric aeolic) Τρωίᾱς , Τρώιος of Tros fem acc pl Τρωίᾱς , Τρώιος of Tros fem gen sg (attic doric aeolic) Τρωΐᾱς , Τρωιός fem acc pl Τρωΐᾱς , Τρωιός fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωάς — Αρχαία χώρα, ΒΔ της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τροίας. Με το όνομα Τ. αναφέρονται και δύο ιστορικά πρόσωπα: η κόρη του βασιλιά των Μολοσσών Νεοπτόλεμου, αδελφή της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλέξανδρου, και η κόρη του βασιλιά των… … Dictionary of Greek